ἴτριον

ἴτριον
ἴτριον (on the accent v. Hdn.Gr.1.357, al.), τό, a kind of
A cake (

πεμμάτιον λεπτὸν διὰ σησάμου καὶ μέλιτος γινόμενον Ath.14.646d

, but cf.

πλακοῦντες, σησαμοῦντες, ἴτρια Ar.Ach.1092

,

μελιτώμασι καὶ ἰτρίοις Dsc.4.63

), Anacr.17, Hp.Acut. (Sp.) 72, Anon.Lond.Fr.2.3, POxy. 736.50: freq. in pl., Sol.38, S.Fr.199, Archipp.9, prob. in Herod.3.44;

ἴτρια, τραγήμαθ' ἧκε, πυραμοῦς, ἄμης Ephipp.8.3

; later, of any cake,

ἴτρια καρποῦ πεποιημένα πυρίνου D.H.1.55

; of the Roman libum,

πλακοῦς ἐκ γάλακτος ἰτρίων καὶ μέλιτος Ath.3.125f

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ίτριον — ἴτριον, τὸ (Α) συν. στον πληθ. τά ἴτρια πλακούντια (πίτες) από σουσάμι και μέλι (όπως περίπου το σημερ. παστέλι) ή από αλεύρι, γάλα και μέλι ή με διάφορες άλλες προσμίξεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

  • ἴτριον — cake neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰτρίοις — ἴτριον cake neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰτρίοισιν — ἴτριον cake neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰτρίου — ἴτριον cake neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰτρίων — ἴτριον cake neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰτρίῳ — ἴτριον cake neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴτρια — ἴτριον cake neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιτρίνεος — ἰτρίνεος, α, ον (Α) όμοιος με ίτριον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴτριον + κατάλ. νέος (πρβλ. μειλί νεος, πυξί νεος)] …   Dictionary of Greek

  • ιτρίς — ἰτρίς, ἡ (Μ) ίτριον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. ίτριον] …   Dictionary of Greek

  • ερείκιον — ἐρείκιον, τὸ (Α) 1. είδος γλυκίσματος που αποτελείται από αλεύρι, σουσάμι και μέλι (αλλ. ίτριον) 2. πληθ. τὰ ἐρείκια εκτάσεις φυτεμένες με το φυτό ερείκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερείκη + κατάλ. υποκορ. ιον, από το οποίο με σίγηση τού αρχικού άτονου ε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”